διασπάσεις

διασπάσεις
διάσπασις
tearing asunder
fem nom/voc pl (attic epic)
διάσπασις
tearing asunder
fem nom/acc pl (attic)
διασπά̱σεις , διασπάω
tear asunder
aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic)
διασπά̱σεις , διασπάω
tear asunder
fut ind act 2nd sg (doric aeolic)
διασπάω
tear asunder
aor subj act 2nd sg (epic)
διασπάω
tear asunder
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κιουρί — Μονάδα μέτρησης της δραστηριότητας των ραδιενεργών σωμάτων (σύμβολο c), που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της Μαρίας Κιουρί (βλ. λ. Κιουρί, Πιερ και Μαρί). Αρχικά (παλιό κ., σύμβολο C), αντιστοιχούσε στη δραστηριότητα ενός γραμμαρίου ραδίου, ίση… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… …   Dictionary of Greek

  • ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… …   Dictionary of Greek

  • μιλικιουρί — το μετρολ. μονάδα ραδιενέργειας, με σύμβολο mCi, η οποία ισούται προς το ένα χιλιοστό τής μονάδας κιουρί ή προς 3,7 107 διασπάσεις ανά δευτερόλεπτο ή μπεκερέλ, ισοδυναμεί με την ποσότητα ακτινοβολίας γάμμα που εκπέμπεται σε χρόνο μιας ώρας από… …   Dictionary of Greek

  • ράδερφορντ — το, Ν άκλ. μονάδα μετρήσεως τής ραδιενέργειας ενός ραδιενεργού υλικού ίση με 106 διασπάσεις ανά δευτερόλεπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. rutherford, από το όν. τού Βρετανού φυσικού Ernest Rutherford] …   Dictionary of Greek

  • ραδιοχημεία — Κλάδος της χημείας, που ασχολείται με τη μελέτη των ραδιενεργών ουσιών. Περιλαμβάνει τους περίπλοκους πυρηνικούς μετασχηματισμούς, τη μεταβολή ενός στοιχείου σε ένα άλλο, καθώς και τη φύση και τις ιδιότητες της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Η ρ.… …   Dictionary of Greek

  • συγκέντρωση — Στη χημεία σ. λέγεται η αναλογία μιας ουσίας που υπάρχει σ’ ένα μείγμα στερεό, υγρό ή αέριο. Η σ. μπορεί να εκφραστεί κατά διάφορους τρόπους, γενικά όμως ορίζεται με την ποσότητα της ουσίας που περιέχεται στη μονάδα του όγκου. Στα υγρά μείγματα… …   Dictionary of Greek

  • υδράση — η, Ν (βιοχ.) συν. στον πληθ. οι υδράσες γενική ονομασία ενζύμων τα οποία προκαλούν διασπάσεις με πρόσληψη νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrase (< υδρ[ο] * + κατάλ. τής χημικής ορολογίας άση)] …   Dictionary of Greek

  • Γκλάσοου, Σέλντον Λι — (Sheldon Lee Glashow, Μανχάταν 1932 –). Αμερικανός φυσικός, ρωσοεβραϊκής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κορνέλ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Χάρβαρντ. Η διδακτορική διατριβή του είχε τον τίτλο Η τροχιά του μεσονίου στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”